( Μνῆμες καὶ πάλι ἀπὸ τὸ Παλιὸ τὸ Κλῆμα) Καθὼς βηματίζουμε πρὸς τὸ πάντιμο καὶ κατὰ πάντα τρυφερὸ Ἅγι...
( Μνῆμες καὶ πάλι ἀπὸ τὸ Παλιὸ τὸ Κλῆμα)
Καθὼς βηματίζουμε πρὸς τὸ πάντιμο καὶ κατὰ πάντα τρυφερὸ Ἅγιο Δωδεκαήμερο, μὲ τὸ σκηνικὸ τοῦ χειμώνα συνεχῶς νὰ ποικίλει, μέσα στὸ θάμβος τῶν ἱερῶν ἡμερῶν τοῦ κατανυκτικοῦ καὶ χαρολυπικοῦ Σαρανταημέρου, μὲ συγκίνηση ἀναπολοῦμε κάποιες μέρες ἀρχαῖες, μέρες δεμένες ἄρρηκτα μὲ τὴ βιοτὴ τοῦ παλιοῦ μας τοῦ χωριοῦ. Γιατὶ εἶναι ὑποχρέωσή μας αὐτὲς οἱ ἐπισκέψεις σὲ εὐλογημένους χώρους, ποὺ τὶς ραντίζει ἡ νοσταλγία καὶ ἡ κατάθεση τιμῆς. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ μέσα τους διακρίνονται τὰ ἴχνη τῆς ἀθωότητας καὶ τῆς φιλοτιμίας ἐκείνων τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων ποὺ συγκροτοῦσαν τὴν μικρὴ καὶ φτωχική τους κοινότητα.
Μέρες τοῦ Σαρανταημέρου λοιπόν. Μὲ τὶς γιορτάδες τους, ὁπως λέει κι ὁ Τ. Κ. Παπατσώνης νὰ τὶς στολίζουν. Ἀλλὰ καὶ τὶς εὐωδιὲς νὰ τὶς πλαισιώνουν, νὰ τὶς συντροφεύουν, ἀφοῦ κι αὐτὲς κομμάτι εἶναι τῆς καθημερινότητας. Πόσο μᾶλλον αὐτῶν τῶν εὐλογημένων ἠμερῶν. Μὲ τὸ τέλος τῆς Ἀποκριᾶς, λοιπόν, τ᾿ Ἁη-Φιλίππ’ (14 Νοεμβρίου) δηλαδή, ποὺ ἄρχιζε ἡ Σαρακοστὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ τὸ Ἱερὸ Σαρανταήμερο, ἕνας ἄλλος δρόμος διαφορετικὸς ἀνοίγονταν, ποὺ τὸν φόρτιζαν μὲ τὶς ἀσχολίες τους, ἀλλὰ καὶ τὶς εὐωδίες τους οἱ Κληματιανοί. Εὐωδιὲς ποὺ χάριζαν, τόσο ἡ φύση, ὅσο καὶ ἡ ἴδια ἡ ζωή. Γιατὶ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε πὼς ὀ καιρὸς τοῦ Σαρανταήμερου ταυτίζονταν πάντα μὲ τὴ συλλογὴ τοῦ ἐλαιόκαρπου, ὁπότε ἡ πρώτη εὐωδιὰ ἀνέβαινε στὰ χωριά, τὸ Πάνω καὶ τὸ Κάτω ἀπὸ τὸ Ρέμα, ὅπου βρίσκονταν οἱ καλιάγριες, τὰ παλιά, χειροκίνητα ἐλαιοτριβεῖα, ἦταν ἐκείνη τοῦ φρέσκου τοῦ λαδιοῦ. Καὶ ἦταν ἐκείνη ἡ εύωδιὰ τόσο ἔντονη, ὥστε νὰ νομίζεις ὅτι σιμά σου άνοιγεται τὸ δοχεῖο μὲ τὸ φρέσκο, ζεστὸ ἀκόμα λάδι. Φυσικὰ ἀπὸ τὸ Ρέμα ἀνέβαινε κι ἡ ἄλλη εὐωδιὰ τοῦ φρεσκοκομμένου πορτοκαλιοῦ καὶ τοῦ καμμένου πεύκου, ποὺ κάιγανε οἱ παραστιὲς τῶν ἐλαιοτριβίων.
Ὅμως ἐκεῖ ποὺ χαίρονταν περισσότερο ἡ ψυχὴ ἦταν τὰ σοκάκια, οἱ γειτονιὲς τῶν Κληματιανῶν, ποὺ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ μοσχοβολοῦσαν ἀπὸ τὰ φαγητὰ τοῦ Σαρανταημέρου. Γιατὶ αὐτὲς τὶς μέρες ἐκεῖνη ἡ εὐωδιὰ ποὺ κυριαρχοῦσε ἦταν ἀπὸ τὰ βρασμένα λάχανα, τὰ ἄγρια τῶν ἀγρῶν δηλαδὴ χόρτα. Εὐωδίαζε τὸ μάραθο λοιπόν, ποὺ συνόδευε τὰ ραδίκια, τὶς λαγόνιδες.τὰ ζοχάρια, τὶς πικραλίδες κι ὅλα τὰ ὑπόλποια. Ὅπως εὐωδίαζαν κι οἱ ψητὲς μαρίδες ποὺ ἦταν ἄφθονες τούτη τὴν ἐποχή καὶ καταλύονταν σύμφωνα μὲ τὶς προτροπὲς τῆς Ἐκκλησίας, γιατὶ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε πὼς τὸ Σαρανταήμερο εἶναι καιρὸς νηστείας καὶ καταλύεται μονάχα ψάρι, ἐκτὸς Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς.
Κι ἀφοῦ ἀναφερθήκαμε στὴν ἰχθυοφαγία, καλὸ εἶναι νὰ μνημονευτεὶ ἐκεῖνο τὸ λησμονημένο σήμερα ἔδεσμα, «τὰ μελανούρια πλακί», ποὺ στόλιζε τὸ τραπέζι τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἀναμφίβολα ἦταν ἔνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα παραδοσιακὰ φαγητὰ τῶν παλιῶν Κληματιανῶν, νοστιμότατο καὶ πάντα φροντισμένο. Φυσικὰ δὲν ἔλειπε κι ὁ μπακαλιάρος ὁ τηγανιτός, οἱ χάνοι καὶ οἱ πέρκες, ἀλλὰ καὶ τὰ παστὰ τὰ σαβρίδια ἤ καὶ οἱ μέλουνες. Κι ὅλα ἐτοῦτα τὰ συνόδευε τὸ καλὸ κληματιανὸ κρασί, ποὺ ὄντως παρεῖχε εὐφροσύνη καὶ εὐθυμία στοὺς συνδαιτημόνες.
Κλείνοντας θὰ ἤθελα νὰ θυμίσω ἐκείνη τὴν εὐωδιὰ ποὺ ἀναδιναν τὰ μῆλα καὶ τὰ κυδώνια ποὺ ἦταν κρεμασμένα ψηλά, στὴν παρταριά, μὲ τὸ χρυσαφένιο τους χρῶμα νὰ ἀντιφεγγίζει στὶς καρδιὲς ἐκέινων τῶν παλιῶν ἀνθρώπων ποὺ τὰ καλλιεργοῦσαν, τὰ μάζευαν καὶ τὰ κρατοῦσαν σιμὰ στὰ ξερὰ τὰ σῦκα, τὶς κουρκοῦτες καὶ κορόμηλα, γιὰ νὰ περάσουν τὸ χειμώνα.
Μέχρι ποὺ ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ ἀντικατασταθοῦν ἐκεῖνες οἱ παλιὲς εὐωδιὲς ἀπὸ ἄλλες εἰσαγόμενες, ποὺ ἄν καὶ τὶς βάφτισαν «παραδοσιακές», δυστυχῶς, δὲν ζώντάνεψαν ποτὲ τὸ παράδεισο ἐκείνων τὼν παλιῶν ἡμερῶν τοῦ ἱ. Σαρανταημέρου.
π.κων. ν. καλλιανός
ΣΧΟΛΙΑ