Κατά την μυθολογία, το σταφύλι πήρε την ονομασία του από τον Στάφυλο, που ήταν βοσκός του βασιλιά Οινέα. Ένα απόγευμα λοιπόν, εκεί που έ...
Κατά την μυθολογία, το σταφύλι πήρε την ονομασία του από τον Στάφυλο, που ήταν βοσκός του βασιλιά Οινέα. Ένα απόγευμα λοιπόν, εκεί που έβοσκε τα κοπάδια του,παρατήρησε, ότι κάποιες από τις αγελάδες του, τρώγοντας έναν άγνωστο καρπό, τρελάθηκαν! Ο Στάφυλος τότε, μάζεψε τους καρπούς και τους πρόσφερε στον βασιλιά του, ο οποίος, παρασκεύασε ένα χυμό τον οποίο ονόμασε οίνο, ενώ στον καρπό, έδωσε το όνομα του βοσκού.
Και η εκκλησία μας όμως, στις 6 Αυγούστου ευλογεί το σταφύλι, αφού αυτό μας δίνει το κρασί, που ο ίδιος ο Κύριος ευλόγησε στην Κανά και μας το παρέδωσε αργότερα στο Μυστικό Δείπνο, μαζί με το ψωμί, τα οποία την ώρα της θείας Λειτουργίας γίνονται “Σώμα και Αίμα”.
Ευλογημένος και ο τόπος ο δικός μας, αφού από τα μέσα του 19ου αι. η πλειονότητα των κατοίκων της Γλώσσας ήταν αμπελουργοί, γι αυτό και ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, όταν αναφέρεται στην περιοχή της Γλώσσας''αμπελόφυτον''την ονομάζει.
<< Αμπελουργοί με πολλή μεγάλη παραγωγή,νοίκιαζαν αποθήκες στην Αγριά του Βόλου και στη Θεσσαλονίκη για τη φύλαξη των κρασιών τους. Τα κρασιά της Γλώσσας, ήταν εξαιρετικά και είχαν μεγάλη ζήτηση, τόσο σε πολλές περιοχές της Ελλάδας όσο και στη Γαλλία.
Ο μήνας του τρύγου ήταν μια γιορτή για όλους ! “ Θέρος τρύγος πόλεμος” τραγουδούσαν μικροί- μεγάλοι και όχι άδικα, αφού κανένα από τα τρία, δεν παίρνει αναβολή. Όταν τα στάχυα ωριμάσουν πρέπει να θεριστούν δίχως χρονοτριβή, γιατί από το βάρος του καρπού τους θα γείρουν και θα πέσουν στο χώμα με αποτέλεσμα οι σπόροι του σταριού να χαθούν.
Μα ούτε ο πόλεμος αναβάλλεται όταν κηρυχθεί.΄Όλοι,κατατάσσονται γρήγορα στο στρατό, παίρνουν τα όπλα τους και κατευθείαν για το μέτωπο για την υπεράσπιση της πατρίδας.
Το ίδιο ακριβώς γίνεται και με τον τρύγο. Όταν τα σταφύλια ωριμάσουν,πρέπει να τρυγηθούν οπωσδήποτε . Αν το σταφύλι παραμείνει στο κλήμα ατρύγητο θα χάσει γρήγορα το χυμό του και ή θα φαγωθεί γρήγορα από τα πετούμενα του ουρανού ή θα καταστραφεί από τις βροχές και τα κρύα του φθινοπώρου.
Με σταφύλια ραζακιά,ροδίτες,μονεμβασιά,μοσχάτα,λιμνιά και όχι μόνο, γέμιζαν τις τεράστιες προβιές και εν συνεχεία, αγωγιάτες από Γλώσσα, Σκόπελο και Αλόννησο, με μουλάρια τα κουβαλούσαν και τα άδειαζαν στα καδιά για να τα πατήσουν οι νεότεροι. Οι άντρες, μετέφεραν το κρασί με τουλούμια μέσα σε μεγάλα βαρέλια, ενώ οι γυναίκες, άναβαν φωτιά για να ετοιμάσουν το μούστο. Μέσα σε μεγάλα καζάνια,έριχναν στάχτη για να “κόψουν”το μούστο” και αφού τον καθάριζαν,τον έβαζαν σε καμποτένια σακούλα για να στραγγίσει.
Δυο-τρία μασούρια κανέλας και λίγες σταγόνες ροδόσταμος, ήταν αρκετά για να γίνουν οι κουρκούτες πεντανόστημες! Οι αρμάθες με τα καρύδια και τα αμύγδαλα, έτοιμες για τρις και τέσσερις βουτιές ,όπως και τα ταψιά με την μουσταλευριά, που αφού χαράζονταν, έμεναν στον ήλιο μέχρι να στραγγίσουν.
Όταν η εποχή του τρύγου περνούσε... οι τραμιντζάνες και τα βαρέλια ήταν γεμάτες και ετοίμαζαν το κρασί, το τσίπουρο και το ξύδι. Τα κοκορέτσια,τα λιαστά τα σύκα μέσα στο κουτί τυλιγμένα στη λαδόκολλα με τα βαγιόφυλλα και το βασιλικό, αλλά και τα αρζάν τα κορόμηλα,
ήταν έτοιμα για να μας συντροφεύουν τις κρύες νύχτες του χειμώνα δίπλα στο τζάκι,όπως και τα μπουκάλια με το πετιμέζι, για τις πρωινές αρατστές. Στο ράφι με τα γλυκά, δίπλα από τη γυάλα με το κεράσι και το αυγάτο, έμπαινε και η γυάλα με το γλυκό σταφύλι...
Αυτό το Σεπτέμβρη ζούσαμε μέχρι το 1947 περίπου,αφού μια ανίατη αρρώστια, ήρθε να καταστρέψει ολοσχερώς κάθε αμπέλι της Γλώσσας...>>
Αυτά μας έλεγε η γιαγιά με νοσταλγία όταν ήμασταν παιδιά και τρέχαμε στην αγκαλιά της για ένα παραμύθι...
Αυτά θα πρέπει κι εμείς να διηγούμαστε στα δικά μας παιδιά, πριν γίνουν ένας μύθος που στο τέλος θα χαθεί!
Και η εκκλησία μας όμως, στις 6 Αυγούστου ευλογεί το σταφύλι, αφού αυτό μας δίνει το κρασί, που ο ίδιος ο Κύριος ευλόγησε στην Κανά και μας το παρέδωσε αργότερα στο Μυστικό Δείπνο, μαζί με το ψωμί, τα οποία την ώρα της θείας Λειτουργίας γίνονται “Σώμα και Αίμα”.
Ευλογημένος και ο τόπος ο δικός μας, αφού από τα μέσα του 19ου αι. η πλειονότητα των κατοίκων της Γλώσσας ήταν αμπελουργοί, γι αυτό και ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, όταν αναφέρεται στην περιοχή της Γλώσσας''αμπελόφυτον''την ονομάζει.
<< Αμπελουργοί με πολλή μεγάλη παραγωγή,νοίκιαζαν αποθήκες στην Αγριά του Βόλου και στη Θεσσαλονίκη για τη φύλαξη των κρασιών τους. Τα κρασιά της Γλώσσας, ήταν εξαιρετικά και είχαν μεγάλη ζήτηση, τόσο σε πολλές περιοχές της Ελλάδας όσο και στη Γαλλία.
Ο μήνας του τρύγου ήταν μια γιορτή για όλους ! “ Θέρος τρύγος πόλεμος” τραγουδούσαν μικροί- μεγάλοι και όχι άδικα, αφού κανένα από τα τρία, δεν παίρνει αναβολή. Όταν τα στάχυα ωριμάσουν πρέπει να θεριστούν δίχως χρονοτριβή, γιατί από το βάρος του καρπού τους θα γείρουν και θα πέσουν στο χώμα με αποτέλεσμα οι σπόροι του σταριού να χαθούν.
Μα ούτε ο πόλεμος αναβάλλεται όταν κηρυχθεί.΄Όλοι,κατατάσσονται γρήγορα στο στρατό, παίρνουν τα όπλα τους και κατευθείαν για το μέτωπο για την υπεράσπιση της πατρίδας.
Το ίδιο ακριβώς γίνεται και με τον τρύγο. Όταν τα σταφύλια ωριμάσουν,πρέπει να τρυγηθούν οπωσδήποτε . Αν το σταφύλι παραμείνει στο κλήμα ατρύγητο θα χάσει γρήγορα το χυμό του και ή θα φαγωθεί γρήγορα από τα πετούμενα του ουρανού ή θα καταστραφεί από τις βροχές και τα κρύα του φθινοπώρου.
Με σταφύλια ραζακιά,ροδίτες,μονεμβασιά,μοσχάτα,λιμνιά και όχι μόνο, γέμιζαν τις τεράστιες προβιές και εν συνεχεία, αγωγιάτες από Γλώσσα, Σκόπελο και Αλόννησο, με μουλάρια τα κουβαλούσαν και τα άδειαζαν στα καδιά για να τα πατήσουν οι νεότεροι. Οι άντρες, μετέφεραν το κρασί με τουλούμια μέσα σε μεγάλα βαρέλια, ενώ οι γυναίκες, άναβαν φωτιά για να ετοιμάσουν το μούστο. Μέσα σε μεγάλα καζάνια,έριχναν στάχτη για να “κόψουν”το μούστο” και αφού τον καθάριζαν,τον έβαζαν σε καμποτένια σακούλα για να στραγγίσει.
Δυο-τρία μασούρια κανέλας και λίγες σταγόνες ροδόσταμος, ήταν αρκετά για να γίνουν οι κουρκούτες πεντανόστημες! Οι αρμάθες με τα καρύδια και τα αμύγδαλα, έτοιμες για τρις και τέσσερις βουτιές ,όπως και τα ταψιά με την μουσταλευριά, που αφού χαράζονταν, έμεναν στον ήλιο μέχρι να στραγγίσουν.
Όταν η εποχή του τρύγου περνούσε... οι τραμιντζάνες και τα βαρέλια ήταν γεμάτες και ετοίμαζαν το κρασί, το τσίπουρο και το ξύδι. Τα κοκορέτσια,τα λιαστά τα σύκα μέσα στο κουτί τυλιγμένα στη λαδόκολλα με τα βαγιόφυλλα και το βασιλικό, αλλά και τα αρζάν τα κορόμηλα,
ήταν έτοιμα για να μας συντροφεύουν τις κρύες νύχτες του χειμώνα δίπλα στο τζάκι,όπως και τα μπουκάλια με το πετιμέζι, για τις πρωινές αρατστές. Στο ράφι με τα γλυκά, δίπλα από τη γυάλα με το κεράσι και το αυγάτο, έμπαινε και η γυάλα με το γλυκό σταφύλι...
Αυτό το Σεπτέμβρη ζούσαμε μέχρι το 1947 περίπου,αφού μια ανίατη αρρώστια, ήρθε να καταστρέψει ολοσχερώς κάθε αμπέλι της Γλώσσας...>>
Αυτά μας έλεγε η γιαγιά με νοσταλγία όταν ήμασταν παιδιά και τρέχαμε στην αγκαλιά της για ένα παραμύθι...
Αυτά θα πρέπει κι εμείς να διηγούμαστε στα δικά μας παιδιά, πριν γίνουν ένας μύθος που στο τέλος θα χαθεί!
ΣΧΟΛΙΑ