Γύρω ἀπό μιὰ Εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. παπα-Παναγιώτου Παπαδημητρίο...
Γύρω ἀπό μιὰ Εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ἀνάμεσα στὶς παλιὲς εἰκόνες ποὺ κοσμοῦσαν τὸ παλιὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ χωριοῦ αὐτοῦ, τῆς Γλώσσας, ὄχι τοῦ σημερινοῦ ναοῦ, ποὺ κατασκευάσθηκε στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰ. ἀλλὰ τοῦ παλαιοῦ, ποὺ εἶχε κτιστεῖ στὰ τέλη τοῦ 18ουαἰ, ὅταν ἄρχισε πλέον νὰ παγιώνεται ὁ οἰκισμὸς τῆς Πλατάνας.
Φυσικὰ δὲν ἔχουμε πληροφορίες τὸ πῶς ἦταν κι ὁ οἰκισμὸς, ἀλλὰ κι ἡ παλιὰ ἐκκλησία.
Μὸνο γνωρίζουμε πῶς ἡ Γλώσσα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἦταν "ἕνας μαχαλᾶς μέ 50 ἤ 60 σπίτια». Αὐτὰ μᾶς παραδίνουν οἱ Δημητριεῖς στὴ Νεωτερική τους Γεωγραφία, χωρὶς ἄλλες λεπτομέρειες.
Μὸνο γνωρίζουμε πῶς ἡ Γλώσσα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἦταν "ἕνας μαχαλᾶς μέ 50 ἤ 60 σπίτια». Αὐτὰ μᾶς παραδίνουν οἱ Δημητριεῖς στὴ Νεωτερική τους Γεωγραφία, χωρὶς ἄλλες λεπτομέρειες.
Σ᾿ ἐκείνη τὴν παλιὰ ἐκκλησιὰ τῆς Κοιμήσεως λοιπόν, τὴ στολισμένη μὲ ξύλινο τέμπλο, μὲ τὶς
παλιὲς δεσποτικὲς εἰκόνες, ἔργα τοῦ ἐφημερίου τοῦ ναοῦ ἐκείνου, τοῦ παπα-Δαμασκηνοῦ, ἔγιναν στὰ 1832-38 καὶ οἱ εἰκόνες τοῦ Δωδεκαόρτου, ἔργα τοῦ μοναχοῦ Εὐθυμίου, ποὺ εἶχε ἐγκαταστήσει τὸ ἁγιογραφικό του ἐργαστήριο στὴ Γλώσσα.Ὁ Εὐθύμιος ἁγιογράφησε πολλὲς εἰκόνες στὴ Γλώσσα καὶ στὸ Κλῆμα, μία ἀπό τὶς ὁποῖες εἶναι καὶ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ἄν καὶ ἡ εἰκόνα φέρει ἐπιδράσεις ἀπό δυτικὰ πρότυπα-μὴ λησμονοῦμε πὼς ἐκείνη τὴν ἐποχὴ κυκλοφοροῦν πολλὲς δυτικότροπες χαλκογραφίες καὶ ξυλογραφίες ποὺ χρησιμεύουν ὡς πρότυπα γιὰ τοὺς ἀγιογράφους- δὲν παύει νὰ εἶναι ἕνα κόσμημα.
Καὶ πέρα ἀπὸ αὐτά, μποροῦμε νὰ ποῦμε μὲ βεβαιότητα ὅτι ἡ εἰκόνα αὐτὴ τῆς Γεννήσεως μὲ τὴν πολυχρωμία τῆς ὄλης της σύνθεσης, τὴ γαλήνη τῶν προσώπων, τὴ γοητεία ποὺ ἀκτινοβολεῖ, τὸν προσεγμένο χαρακτήρα της καὶ τὴ φωτεινότητα ποὺ ἐκπέμπει, ἀποτελεῖ καὶ εἶναι ἕνα τεκμήριο προσφορᾶς καὶ γνήσιας πίστεως. Μάλιστα ὅταν διαβάσουμε τὴν ἀφιέρωση ποὺ εἶναι πολὺ συγκινητική, προσευχητικὴ θὰ τὴν ἔλεγα, πραγματικὰ ἀναρριγοῦμε. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ γράφτηκε στὸ κατω μέρος τῆς εἰκόνας καὶ λέει, «Τὰ γενέθλια τοῦ Χριστοῦ μου σέβω», δὲν εἶναι μονάχα ἡ ἔκφραση τιμῆς καὶ εἰλικρινοῦς καὶ πηγαίας πίστεως τῆς Χρυσάφους, ποὺ ἀφιέρωσε αὐτὴ τὴν εἰκόνα, ἀλλὰ κι ὅλων τῶν πιστῶν τῆς Πλατάνας. Γιατὶ ποιὸς θὰ εἶχε τὴν παραμικρὴ ἀντίρρηση στὸ νὰ μὴν σεβαστεῖ τοῦ Χριστοῦ του τὰ Γενέθλια, ὅταν κάτω ἀπό τὴ σκέπη Του ζεῖ, ἐλπίζει καὶ ὑπάρχει; Κι ἡ ἄγνωστη σὲ μᾶς Χρυσάφου ( Χρυσαφὼ ἀσφαλῶς θὰ τὴν φώναζαν στὸ χωριό), ποιὸς ξέρει γιατὶ ἀφιέρωσε αὐτὴν τὴν εἰκόνα...Δὲν θὰ τὸ μάθουμε ποτέ. Ὅπως δὲ θὰ μάθουμε ποιὰ ἦταν αὐτὴ ἡ ἀφιερώτρια. Ἀλλὰ λίγο μᾶς ἀπασχολεῖ αὐτό, ἀφοῦ μᾶς εἶναι ἀρκετὸ τὸ ὅτι συνετέλεσε αὐτὴ ἡ ταπεινὴ ὕπαρξη, ἡ Χρυσαφώ, νὰ μᾶς παραδώσει μιὰ τέτοια εὐλογημένη κληρονομιά. Καὶ τὸ κυριώτερο νὰ μᾶς παραδοθεῖ μέσω αὐτῆς τῆς εἰκόνας καὶ ὁ μυστικὸς πόθος τῶν παλιῶν Γλωσσιωτῶν, ποὺ ἄφησαν τὸ ἐκτύπωμα τῆς πίστης καὶ λατρείας στὸ Θεὸ ἔστω κι ἄν αὐτὸ ἔφτασε μέχρι σήμερα μὲ μιὰ «πληγὴ» ποὺ φέρει ἠ εἰκόνα: τὸ κάψιμο δηλαδή, ἀπὸ λαμπάδες ἤ κεριά, ποὺ ἀσφαλῶς ἔγινε κάτι τέτοιες μέρες, ἑορτάσιμες καὶ πανηγυρικές. Καὶ φυσικά δὲν ἔγινε ἐπίτηδες...Γιατὶ τὰ κεριὰ ἐκεῖνα κάποιες προσευχὲς καὶ ἰκεσίες συνόδευαν. Ἄς τὸ ἔχουμε κατὰ νοῦ κι αὐτό.
Ὡστόσο καὶ μὲ τὴν «πληγὴ» ποὺ φέρει αὐτὴ ἡ εἰκόνα ἐτούτη διακρατεῖ τὴν ἱερότητά της, τὸ κάλλος καὶ τὸν ἀμείωτο σεβασμὸ ἐκείνων τῶν ἁπλοϊκῶν ἀνθρώπων ποὺ σήμερα εἶναι στὴν ἀντίπερα ὄχθη καὶ κάτι τέτοιες μέρες σκύβουν μυστικὰ ἀπό τὸ Θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ μᾶς ἀγναντεύουν. Μὲ παράθυρο κι αὐτὴ τὴν εἰκόνα. Ἀπὸ τὸ ὁποῖο πρώτη καὶ καλύτερη ἡ Χρυσάφου, ἡ εὐλογημένη αὐτὴ δωρήτρια σκύβει καὶ μᾶς κοιτάζει Καὶ μαζί της καὶ τόσοι ἄλλοι : Ἱερεῖς δηλαδή, ίεροψάλτες, Ἐπίτροποι, ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά...Ὅλοι τους Κεκοιμημένοι, ἀλλ᾿ «ἰδοὺ, ζῶντες»(πρβλ. Β΄. Κορ, 6, 9) Μᾶς κοιτοῦν κι εὔχονται. «Εὐλογημένο Δωδεκαήμερο, Χριστιανοί».
π. Κων. Ν. Καλλιανός
*Η φωτογραφία της Εικόνας τραβήχτηκε μέσα από τον Ι.Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Γλώσσα.
ΣΧΟΛΙΑ