Τ᾿ Ἁη Γιαννιοῦ σήμερα... Ἡμέρα ὄντως ξεχωριστὴ καὶ εὐφρόσυνη γιὰ μᾶς τοὺς Γλωσσιῶτες καὶ τοὺς Κληματιανούς. Γιατὶ σήμερα πανηγυρίζουμε τὸν Ἁ...
Τ᾿ Ἁη Γιαννιοῦ σήμερα... Ἡμέρα ὄντως ξεχωριστὴ καὶ εὐφρόσυνη γιὰ μᾶς τοὺς Γλωσσιῶτες καὶ τοὺς Κληματιανούς. Γιατὶ σήμερα πανηγυρίζουμε τὸν Ἁη-Γιαννη στὸ Καστρί, τὸν ἀσκητικό, ὅπως τοῦ πρέπει, Ἁη Γιάννη. Ὄχι ἔτσι ἁπλᾶ καὶ συμμαζεμένα. Ἀλλὰ μὲ ὅλα Του τὰ πρεπούμενα καὶ ὅλες Του τὶς τιμὲς καὶ δόξες.... Ἀπὸ τὸ ἄσπρισμα τοῦ ἀπέριττου ναΐσκου, ποὺ στέκει ὄρθιος, αἰῶνες τώρα πάνω στὸ θεόρατο καὶ θαλασσοδαρμένο βράχο, ἴσαμε καὶ τὰ σκαλιὰ ποὺ θ᾿ ἀνεβεῖ ὅλος ὁ ντουνιᾶς, οἱ εὐλαβεῖς, δηλαδή, προσκυνητές.
Ὅλοι ἐκεῖνοι, παναπεῖ, ποὺ ξεκίνησαν ἀπὸ τὸ Κλῆμα καὶ τὴ Γλῶσσα ποδαρόδρομο, ἤ «καβάλα» πάνω στὰ, στολισμένα μὲ περίσσια ὑφαντά, ζῶα τους, μουλάρια ἤ γαϊδουράκια. Γιὰ νὰ βρεθοῦν ν’ἀκούσουν τὴν ἀγρυπνιά, ν’ἀφουγκαστοῦν τὰ ὀνόματα ποὺ δώσανε γιὰ μνημόνευση στὸ παπᾶ, νὰ φᾶνε, μὲ τὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας τὸ πενιχρό τους ἔδεσμα κι ὕστερα νὰ φέρουν ἕνα γύρω στὸ χορὸ ποὺ θὰ στηθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ ναό, στὴ μικρή πλατεία. Γιατὶ γίνεται πανηγύρι δίχως χορό, δίχως τὸν ὁμορφιὰ τοῦ «τσαλιμιοῦ» ποὺ θὰ κάνουν αὐτοὶ ποὺ κρατοῦνε τὸν «κάβο», αὐτοὶ ποὺ ξέρουν νὰ γλεντᾶνε, νὰ χαίροναται καὶ νὰ τιμοῦν συνάξεις λαϊκὲς ὠσὰν αὐτή;
Ὅμως ὅλ᾿ αὐτά γίνονταν κάποτε... Κι εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχουν τὰ ἀθάνατα γραφτὰ τῶν δύο κορυφαίων λογίων τῆς Γλώσσας, τοῦ μακαρίτη πιὰ Βασιλάκη Κουκουρίνη καὶ τοῦ Βασίλη Λαρυγγάκη νὰ μᾶς θυμίζουν. Νὰ μᾶς θυμίζουν αὐτὲς τὶς πανηγύρεις τὶς ξεχωριστές, ποὺ τὶς στόλιζε ἡ κατάνυξη κι ἡ νοικοκυρωσύνη. Νὰ μᾶς θυμίζουν ναί, νὰ μᾶς θυμίσουν, καὶ συνάμα νὰ μᾶς συγκινήσουν, γιατὶ ὅλα ἐκεῖνα δὲν εἶχαν τὴν παραμικρὴ προσποίηση: Ἦταν ὅλ᾿ αὐθεντικά, γνήσια, ἀνόθευτα. Ὄπως αὐθεντικὸ ἦταν το κερί, τὸ νάμα, τὸ πρόσφορο: Ἔργα τῶν χειρῶν τῶν παλιῶν ἀνθρώπων.
Σήμερα, λοιπόν, ποὺ τὰ θυμούμαστε ὅλ’αὐτά, οἱ ὅσοι πιστοί, δηλαδή, ξέρουμε πὼς δὲν θὰ ξαναγυρίσουν τὰ ἴδια πίσω, ὅμως ἕνα πράγμα πρέπει νὰ μείνει ξεχωριστὸ καὶ ἀταλάντευτο μέσα μας: ἡ ζωντανὴ πίστη ποὺ εἶχαν ὅλοι τους ἐκεῖνοι. Πίστη στέρεη, εἰλικρινῆ, ἀμόλυντη... Ὅπως οἱ ψυχές τους... Καὶ μαζί μ᾿ αὐτὲς κι ὁ πολιτισμὸς ποὺ μᾶς δώρησαν. Καὶ τοῦ χρόνου
π.κ. ν. κ.
29 Αὐγουστου
Ὅλοι ἐκεῖνοι, παναπεῖ, ποὺ ξεκίνησαν ἀπὸ τὸ Κλῆμα καὶ τὴ Γλῶσσα ποδαρόδρομο, ἤ «καβάλα» πάνω στὰ, στολισμένα μὲ περίσσια ὑφαντά, ζῶα τους, μουλάρια ἤ γαϊδουράκια. Γιὰ νὰ βρεθοῦν ν’ἀκούσουν τὴν ἀγρυπνιά, ν’ἀφουγκαστοῦν τὰ ὀνόματα ποὺ δώσανε γιὰ μνημόνευση στὸ παπᾶ, νὰ φᾶνε, μὲ τὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας τὸ πενιχρό τους ἔδεσμα κι ὕστερα νὰ φέρουν ἕνα γύρω στὸ χορὸ ποὺ θὰ στηθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ ναό, στὴ μικρή πλατεία. Γιατὶ γίνεται πανηγύρι δίχως χορό, δίχως τὸν ὁμορφιὰ τοῦ «τσαλιμιοῦ» ποὺ θὰ κάνουν αὐτοὶ ποὺ κρατοῦνε τὸν «κάβο», αὐτοὶ ποὺ ξέρουν νὰ γλεντᾶνε, νὰ χαίροναται καὶ νὰ τιμοῦν συνάξεις λαϊκὲς ὠσὰν αὐτή;
Ὅμως ὅλ᾿ αὐτά γίνονταν κάποτε... Κι εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχουν τὰ ἀθάνατα γραφτὰ τῶν δύο κορυφαίων λογίων τῆς Γλώσσας, τοῦ μακαρίτη πιὰ Βασιλάκη Κουκουρίνη καὶ τοῦ Βασίλη Λαρυγγάκη νὰ μᾶς θυμίζουν. Νὰ μᾶς θυμίζουν αὐτὲς τὶς πανηγύρεις τὶς ξεχωριστές, ποὺ τὶς στόλιζε ἡ κατάνυξη κι ἡ νοικοκυρωσύνη. Νὰ μᾶς θυμίζουν ναί, νὰ μᾶς θυμίσουν, καὶ συνάμα νὰ μᾶς συγκινήσουν, γιατὶ ὅλα ἐκεῖνα δὲν εἶχαν τὴν παραμικρὴ προσποίηση: Ἦταν ὅλ᾿ αὐθεντικά, γνήσια, ἀνόθευτα. Ὄπως αὐθεντικὸ ἦταν το κερί, τὸ νάμα, τὸ πρόσφορο: Ἔργα τῶν χειρῶν τῶν παλιῶν ἀνθρώπων.
Σήμερα, λοιπόν, ποὺ τὰ θυμούμαστε ὅλ’αὐτά, οἱ ὅσοι πιστοί, δηλαδή, ξέρουμε πὼς δὲν θὰ ξαναγυρίσουν τὰ ἴδια πίσω, ὅμως ἕνα πράγμα πρέπει νὰ μείνει ξεχωριστὸ καὶ ἀταλάντευτο μέσα μας: ἡ ζωντανὴ πίστη ποὺ εἶχαν ὅλοι τους ἐκεῖνοι. Πίστη στέρεη, εἰλικρινῆ, ἀμόλυντη... Ὅπως οἱ ψυχές τους... Καὶ μαζί μ᾿ αὐτὲς κι ὁ πολιτισμὸς ποὺ μᾶς δώρησαν. Καὶ τοῦ χρόνου
π.κ. ν. κ.
29 Αὐγουστου
ΣΧΟΛΙΑ