Ἐπειδὴ καταλαβαίνω, πὼς κάποιες φράσεις ἤ λέξεις τῶν παλιῶν Κληματιανῶν μέρα μὲ τὴ μέρα χάνονται, ἀφοῦ ἐκεῖνοι ποὺ τὶς χρησιμοποιοῦσαν καὶ γ...
Ἐπειδὴ καταλαβαίνω, πὼς κάποιες φράσεις ἤ λέξεις τῶν παλιῶν Κληματιανῶν μέρα μὲ τὴ μέρα χάνονται, ἀφοῦ ἐκεῖνοι ποὺ τὶς χρησιμοποιοῦσαν καὶ γνώριζαν πολὺ καλὰ τὴ σημασία τους ἀναχώρησαν ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, θεώρησα, λοιπόν, σωστὸ νὰ τὶς παρουσιάσω-ἔστω καὶ τμηματικά- ἔτσι, γιὰ νὰ σωθοῦν μονάχα... Γιατὶ σὺν τοῖς ἄλλοις τὸ νοιώθω καὶ ὡς χρέος μου, ἱερὸ μάλιστα...
Θὰ μποροῦσα δὲ νὰ πῶ ὅτι, τὸ παρόν, ὅπως κι ἄλλα παρόμοια γραπτά μου πάνω στὸ ἴδιο θέμα, στὴν παλιὰ Κληματιανὴ διάλεκτο, συμπληρώνουν τὸ γλώσσάριο ποὒ παρουσιάστηκε στὸ βιβλίο μου, «Σεργιάνι σὲ ξεχασμένα μονοπάτια. Γύρω ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ λαογραφία τοῦ χωριοῦ Κλήμα τῆς Σκοπέλου. Κλήμα 2000 >>.
1. «Οὑ Δμάκ’ς τ’ Λαλοῦ»
Συνήθιζε ἡ μακαρίτισσα ἡ μάνα μου νὰ ἀποκαλεῖ ἐκεῖνον ποὺ ἤθελε νὰ «χορατέψει», δηλαδή, νὰ τὸν ἀστειευτεῖ μὲ τὸ παράξενο (σήμερα) ὄνομα «Δμάκ’τ᾿ Λαλοῦ».
Ἀπὸ πρώτης ὄψεως τὰ ὀνόματα, Δμάκ᾿ ς καὶ Λαλοῦ ἔχουν τὸ ἐνδιαφέρον τους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἱστορία τους, ἡ ὁποια, ὡστοσο, μέχρι σήμερα παραμένει ἀνεκμετάλλευτη. Γιατὶ δὲ γνωρίζω ἄν κάποιοι ἀσχολήθηκαν μὲ αὐτὰ τὰ ὀνόματα-ἰδίως μὲ τὸ πρῶτο. Τὸ Δ’μάκ’ς , δηλαδή Δημάκης.
Ὡστόσο, τὸ ἐρώτημα εἶναι τὸ πῶς στὸ παλιὸ Κληματιανὸ λεξιλόγιο διατηρήθηκε τὸ ὄνομα Δημάκης;
Άρχικὰ πρέπει νὰ ποῦμε πὼς στὴ γειτονικὴ Γλώσσα, τὸν πυρήνα τῆς συστάσεως τοῦ χωριοῦ Κλήμα τὸν 18ο αἰ., τὸ ὄνομα Δημάκης δὲν εἶναι ἄγνωστο. Τὸ συναντοῦμε στὰ 1770 στὸ Ἀφιερωτικὸ Γράμμα τῶν κτιτόρων τοῦ Μονυδρίου τῶν Ταξιαρχῶν, στὴ Γλώσσα, πρὸς τὴν Ἀθωνικἢ Μονὴ τοῦ Ξηροποτάμου.
Ἀλλὰ καὶ στὴ Χώρα τῆς Σκοπέλου βρίσκουμε τὸ ὄνομα αὐτό, καθὼς ὁ τελευταῖος ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Προδρόμου, «τῆς κατὰ τὴν θέσιν τοῦ Δοκίμου κειμένην», Κύριλλος ἱερομόναχος ἔφερε τὸ πατρωνύμιο «τοῦ Δημάκη».
Ἑπομένως τὸ ὄνομα αὐτὸ δὲν ἦταν ἄγνωστο στὸ νησί.
Ὅσον ἀφορᾶ τὸ «Λαλοῦ»-στὸ Κλήμα ὑπάρχει μέχρι σήμερα τὸ τοπωνύμιο < Σ᾿ Λαλοῦ»-αὐτὸ παράγεται ἀπὸ τὸ ὄνομα «Λαλιοῦ», τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ χαϊδευτικὸ
τοῦ γυναικείου ὀνόματος Εὐλαλία. Εὐλαλία< Λαλάκι< Λαλιῶ< Λαλιοῦ, καὶ μὲ τὴν ἀποβολὴ τοῦ ι, «Λαλοῦ».
Ἄρα ὁ Δημάκης πρέπει νὰ ἦταν γιὸς ἤ ἄντρας τῆς Λαλιῶς, ἐπειδὴ στὸ Κλήμα εἶναι σύνηθες τὰ ὀνόματα τῶν ἀντρῶν νὰ συνοδεύονται ἀπὸ μητρωνύμια. Π. χ Οὑ Γιάνν᾿ ς τς᾿ Ρουδοῦς, οὑ Μανώλ’ς τς᾿ Παταζίνας κ.λ.π.
2. ‘Αρή, νὰ κι τοὺ λαδάκουνου!!!
2α. Ἀρή, ἀκοίτα τοὺ ξ’λουδόκανου!!»
Μιὰ ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ ἀκούγονταν μὲ σκωπτικὸ τρόπο ἀπὸ τὶς παλιὲς Κληματιανὲς ἦταν καὶ ἡ λ. «Λαδάκουνου». Δηλαδή, ἄν κάποια γυναίκα ἤθελε νὰ εἰρωνευτεῖ μιὰν ἄλλη, μεταξὺ τῶν ἄλλων λεκτικῶν κοσμημάτων ποὺ τὴ στόλιζε ἦταν κι αὐτή. «Ἀρή, τ᾿ ἄκσεις τοὺ λαδακουνου»; [Ἀρή, τὸ ἄκουσες τὸ λαδάκονο;].
Ὅμως τὶ ἀκριβῶς ἦταν τὸ λάδάκονο;
Ἡ λ.εἶναι σύνθετη : λάδι+ἀκόνι. Καὶ ἀκόνι ἦταν ἡ λεία πέτρα πάνω στὴν ὁποία τροχοῦσαν τὰ μαχαίρια καὶ τσεκούρια γιὰ νὰ εἶναι κοφτερά. Τὸ λάδι δὲ τὸ ρίχνανε ὥστε νὰ γλυστράει πάνω στὸ ἀκόνι τὁ ἐργαλεῖο.
Ὅπως, λοιπόν, τροχίζεται τὸ ἐργαλεῖο, ἔτσι καὶ ἡ γλώσσα κάποιων γυναικῶν ἀκονίζεται μὲ ὑπερβολικὸ τρόπο καὶ ρυθμό, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν «ἀνακατοσοῦρα καὶ τὸ ξεδιάλεμα». Ἐξ οὗ, λοιπόν, καὶ ἡ παροιμιώδης φράση, «Ἀρή, τοὺ λαδάκουνου».
Σχεδὸν παρόμοια ἦταν κι ἡ λ. «ξ’λουδόκανου» ( δόκανο ἀπὸ ξύλο), ποὺ τὴ λέγανε γιὰ νὰ εἰρωνευτοῦν, κυρίως, τὶς ξερακιανὲς τὶς γυναῖκες.
3. «Ἄχ, πίσου εἶν᾿ τὰ κουφτιρά μ’...»
Ἡ φράση αὐτὴ συνηθιζόταν νὰ λέγεται, σὲ περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ἤθελαν νὰ τονίσουν τὰ βάσανα ποὺ τοὺς περιμένουν.
Κοφτερά, δηλαδή, οἱ μαχαιριές.
Ἐπίσης, ὅταν ἤθελαν νὰ συμμεριστοῦν κάποιον ποὺ εἶχε πολλὲς στενοχώριες τοῦ λέγανε, «Ἀχ, ἀγάπη μ’, τοὺ βλέπου, ὅτι πίσου εἶνι τὰ κουφτιρά σ’».
4. «Φύτσα κι ἔφτασις...»
Ἡ φράση αὐτὴ λεγόταν ὡς ἕνα εἶδος ἀπειλῆς, κυρίως στὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα τὰ ἔστελναν νὰ κάμουν κάποιο «χοσμέτι», μιὰ δουλειά. Γιὰ νὰ μὴν ἀργήσουν λοιπόν, ἐκεῖ ποὺ τἄστελναν, τὰ συμβούλευαν μὲ αὐστηρὸ τρόπο: «Μὴ τριμουκουτήξεις κι ἀργήσεις, ἀρέ; Ἀκοίτα, φύτσα κι ἔφτασις». Δηλ. «Μὴ θελήσεις ν᾿ ἀργήσεις ἐκεὶ ποὺ σὲ στελνω, γιατὶ θὰ τιμωρηθεῖς. Θὰ πᾶς καὶ θἂ γυρίσεις γρήγορα. Κοίτα, φτύνω,καὶ μέχρι νὰ πέσει τὸ σάλιο μου κατω, νὰ ξέρεις, πρέπει νὰ ἐπιστρέψεις».
π. κ. ν. κ
Θὰ μποροῦσα δὲ νὰ πῶ ὅτι, τὸ παρόν, ὅπως κι ἄλλα παρόμοια γραπτά μου πάνω στὸ ἴδιο θέμα, στὴν παλιὰ Κληματιανὴ διάλεκτο, συμπληρώνουν τὸ γλώσσάριο ποὒ παρουσιάστηκε στὸ βιβλίο μου, «Σεργιάνι σὲ ξεχασμένα μονοπάτια. Γύρω ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ λαογραφία τοῦ χωριοῦ Κλήμα τῆς Σκοπέλου. Κλήμα 2000 >>.
1. «Οὑ Δμάκ’ς τ’ Λαλοῦ»
Συνήθιζε ἡ μακαρίτισσα ἡ μάνα μου νὰ ἀποκαλεῖ ἐκεῖνον ποὺ ἤθελε νὰ «χορατέψει», δηλαδή, νὰ τὸν ἀστειευτεῖ μὲ τὸ παράξενο (σήμερα) ὄνομα «Δμάκ’τ᾿ Λαλοῦ».
Ἀπὸ πρώτης ὄψεως τὰ ὀνόματα, Δμάκ᾿ ς καὶ Λαλοῦ ἔχουν τὸ ἐνδιαφέρον τους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἱστορία τους, ἡ ὁποια, ὡστοσο, μέχρι σήμερα παραμένει ἀνεκμετάλλευτη. Γιατὶ δὲ γνωρίζω ἄν κάποιοι ἀσχολήθηκαν μὲ αὐτὰ τὰ ὀνόματα-ἰδίως μὲ τὸ πρῶτο. Τὸ Δ’μάκ’ς , δηλαδή Δημάκης.
Ὡστόσο, τὸ ἐρώτημα εἶναι τὸ πῶς στὸ παλιὸ Κληματιανὸ λεξιλόγιο διατηρήθηκε τὸ ὄνομα Δημάκης;
Άρχικὰ πρέπει νὰ ποῦμε πὼς στὴ γειτονικὴ Γλώσσα, τὸν πυρήνα τῆς συστάσεως τοῦ χωριοῦ Κλήμα τὸν 18ο αἰ., τὸ ὄνομα Δημάκης δὲν εἶναι ἄγνωστο. Τὸ συναντοῦμε στὰ 1770 στὸ Ἀφιερωτικὸ Γράμμα τῶν κτιτόρων τοῦ Μονυδρίου τῶν Ταξιαρχῶν, στὴ Γλώσσα, πρὸς τὴν Ἀθωνικἢ Μονὴ τοῦ Ξηροποτάμου.
Ἀλλὰ καὶ στὴ Χώρα τῆς Σκοπέλου βρίσκουμε τὸ ὄνομα αὐτό, καθὼς ὁ τελευταῖος ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Προδρόμου, «τῆς κατὰ τὴν θέσιν τοῦ Δοκίμου κειμένην», Κύριλλος ἱερομόναχος ἔφερε τὸ πατρωνύμιο «τοῦ Δημάκη».
Ἑπομένως τὸ ὄνομα αὐτὸ δὲν ἦταν ἄγνωστο στὸ νησί.
Ὅσον ἀφορᾶ τὸ «Λαλοῦ»-στὸ Κλήμα ὑπάρχει μέχρι σήμερα τὸ τοπωνύμιο < Σ᾿ Λαλοῦ»-αὐτὸ παράγεται ἀπὸ τὸ ὄνομα «Λαλιοῦ», τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ χαϊδευτικὸ
τοῦ γυναικείου ὀνόματος Εὐλαλία. Εὐλαλία< Λαλάκι< Λαλιῶ< Λαλιοῦ, καὶ μὲ τὴν ἀποβολὴ τοῦ ι, «Λαλοῦ».
Ἄρα ὁ Δημάκης πρέπει νὰ ἦταν γιὸς ἤ ἄντρας τῆς Λαλιῶς, ἐπειδὴ στὸ Κλήμα εἶναι σύνηθες τὰ ὀνόματα τῶν ἀντρῶν νὰ συνοδεύονται ἀπὸ μητρωνύμια. Π. χ Οὑ Γιάνν᾿ ς τς᾿ Ρουδοῦς, οὑ Μανώλ’ς τς᾿ Παταζίνας κ.λ.π.
2. ‘Αρή, νὰ κι τοὺ λαδάκουνου!!!
2α. Ἀρή, ἀκοίτα τοὺ ξ’λουδόκανου!!»
Μιὰ ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ ἀκούγονταν μὲ σκωπτικὸ τρόπο ἀπὸ τὶς παλιὲς Κληματιανὲς ἦταν καὶ ἡ λ. «Λαδάκουνου». Δηλαδή, ἄν κάποια γυναίκα ἤθελε νὰ εἰρωνευτεῖ μιὰν ἄλλη, μεταξὺ τῶν ἄλλων λεκτικῶν κοσμημάτων ποὺ τὴ στόλιζε ἦταν κι αὐτή. «Ἀρή, τ᾿ ἄκσεις τοὺ λαδακουνου»; [Ἀρή, τὸ ἄκουσες τὸ λαδάκονο;].
Ὅμως τὶ ἀκριβῶς ἦταν τὸ λάδάκονο;
Ἡ λ.εἶναι σύνθετη : λάδι+ἀκόνι. Καὶ ἀκόνι ἦταν ἡ λεία πέτρα πάνω στὴν ὁποία τροχοῦσαν τὰ μαχαίρια καὶ τσεκούρια γιὰ νὰ εἶναι κοφτερά. Τὸ λάδι δὲ τὸ ρίχνανε ὥστε νὰ γλυστράει πάνω στὸ ἀκόνι τὁ ἐργαλεῖο.
Ὅπως, λοιπόν, τροχίζεται τὸ ἐργαλεῖο, ἔτσι καὶ ἡ γλώσσα κάποιων γυναικῶν ἀκονίζεται μὲ ὑπερβολικὸ τρόπο καὶ ρυθμό, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν «ἀνακατοσοῦρα καὶ τὸ ξεδιάλεμα». Ἐξ οὗ, λοιπόν, καὶ ἡ παροιμιώδης φράση, «Ἀρή, τοὺ λαδάκουνου».
Σχεδὸν παρόμοια ἦταν κι ἡ λ. «ξ’λουδόκανου» ( δόκανο ἀπὸ ξύλο), ποὺ τὴ λέγανε γιὰ νὰ εἰρωνευτοῦν, κυρίως, τὶς ξερακιανὲς τὶς γυναῖκες.
3. «Ἄχ, πίσου εἶν᾿ τὰ κουφτιρά μ’...»
Ἡ φράση αὐτὴ συνηθιζόταν νὰ λέγεται, σὲ περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ἤθελαν νὰ τονίσουν τὰ βάσανα ποὺ τοὺς περιμένουν.
Κοφτερά, δηλαδή, οἱ μαχαιριές.
Ἐπίσης, ὅταν ἤθελαν νὰ συμμεριστοῦν κάποιον ποὺ εἶχε πολλὲς στενοχώριες τοῦ λέγανε, «Ἀχ, ἀγάπη μ’, τοὺ βλέπου, ὅτι πίσου εἶνι τὰ κουφτιρά σ’».
4. «Φύτσα κι ἔφτασις...»
Ἡ φράση αὐτὴ λεγόταν ὡς ἕνα εἶδος ἀπειλῆς, κυρίως στὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα τὰ ἔστελναν νὰ κάμουν κάποιο «χοσμέτι», μιὰ δουλειά. Γιὰ νὰ μὴν ἀργήσουν λοιπόν, ἐκεῖ ποὺ τἄστελναν, τὰ συμβούλευαν μὲ αὐστηρὸ τρόπο: «Μὴ τριμουκουτήξεις κι ἀργήσεις, ἀρέ; Ἀκοίτα, φύτσα κι ἔφτασις». Δηλ. «Μὴ θελήσεις ν᾿ ἀργήσεις ἐκεὶ ποὺ σὲ στελνω, γιατὶ θὰ τιμωρηθεῖς. Θὰ πᾶς καὶ θἂ γυρίσεις γρήγορα. Κοίτα, φτύνω,καὶ μέχρι νὰ πέσει τὸ σάλιο μου κατω, νὰ ξέρεις, πρέπει νὰ ἐπιστρέψεις».
π. κ. ν. κ
ΣΧΟΛΙΑ