«Dούρι...» Ὅταν ἡ μακαρίτισσα ἡ μάνα μου ἄρμεγε τὴ γίδα μας, τὴν ἀκουγα συχνὰ νὰ λέει μιὰ παράξενη λέξη, ἐπειδὴ τὸ ζωντανό, λόγω τοῦ πόνου κ...
«Dούρι...»
Ὅταν ἡ μακαρίτισσα ἡ μάνα μου ἄρμεγε τὴ γίδα μας, τὴν ἀκουγα συχνὰ νὰ λέει μιὰ παράξενη λέξη, ἐπειδὴ τὸ ζωντανό, λόγω τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀνησυχίας ποὺ εἶχε, κουνιόταν, κι ἔτσι μποροῦσε νὰ «μπατάρει» τὸ καζάνι ποὺ ἔπεφτε τὸ γάλα κατὰ τὸ ἄρμεγμα. Ἡ λέξη αὐτή, λοιπόν, ἦταν «dούρι».
Προφανῶς ἡ λ. αὐτὴ θὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ «ντοῦρος», ποὺ σημαίνει ἄκαμπτος. Μὲ λατινικὲς ρίζες, λοιπόν, ἡ λ. duros = σκληρός, σὠθηκε καὶ τὸ Παλιὸ τὸ Κλήμα παραλλαγμένη. Ἔτσι, ὅταν φώναζαν στὸ ζωντανό «dούρι», αὐτὸ σήμαινε πὼς ἐκεῖνο ἔπρεπε νὰ μὴ κινεῖται, νὰ στέκει ἀκίνητο, ὥστε νὰ συνεχιστεῖ ἡ διαδικασία τοῦ ἀρμέγματος.
«Ἀρή, κρύουσι τ᾿ ἁπαλό μ»
Μιὰ συνηθισμένη φράση ποὺ λέγανε οἰ παλιὲς οἱ γυναῖκες, οἱ ὁποῖες - πρέπει νὰ τὸ σημειώσουμε πὼς ἦταν πάντα μαντιλωμένες ἤ στὴν ἔσχατη περίπτωση «τζbιρουμένις», δηλ. φοροῦσαν τσεμπέρι-ἦταν καὶ ἡ ἐξῆς: «Ἀρή, κρύουσι τ᾿ ἀπαλό μ».
Ἀλήθεια, ποιὸ ἦταν αὐτὸ τὸ ἀπαλό καὶ γιατὶ λέγανε αὐτὴ τὴ φράση;
Ὅπως ἀναφερα οἱ παλιὲς οἱ γυναῖκες ποτὲ δὲν ἦταν «ξεσκούφωτες», οὔτε «ξιτσοτράπουτις» (χωρὶς κάλτσες δηλαδή). Ἔτσι, σὲ κάποια περίπτωση ποὺ βγάζανε τὸ μαντίλι - κι αὐτὸ γινόταν κυρίως τὸ καλοκαίρι, ὅταν ἴδρωναν καὶ τὸ ἔβγαζαν γιὰ λίγο γιὰ νὰ παρουν ἀέρα - συνήθιζαν νὰ λένε αὐτὴ τὴ φραση, ἐννοώντας ὅτι κρύωσε ἡ κορυφὴ τοῦ κεφαλιοῦ τους...
«Ἀρή, ἀκοίτα, παραdαριὰ γίν’κει τοὺ πουδάρι μ’»
Ἄλλη μιὰ περίεργη φράση τῶν παλιῶν Κληματιανῶν ἦταν καὶ ἡ ἑξῆς: «Ἀρή, ἀκοίτα, παραdαριὰ γίνκι τοὺ πουδάρι μ’».
Πράγματι, ὅταν κουραζονταν πολὺ ἀπὸ τὶς δουλιὲς – τὶς ἀγροτικὲς καὶ τοῦ σπιτιοῦ - ἑπόμενο ἦταν τὰ πόδια νὰ πονοῦν, κάποτε νὰ πρήζονται κιόλας. Ἔτσι, ἔμοιαζαν μὲ τὸ χοντρὸ ξύλο τῆς παρταριᾶς, τὸ ὁποῖο τοποθετοῦσαν ὅταν ἔφτιαχναν τὴ σκεπὴ (τὴν κουκούλα) τοῦ σπιτιοῦ. Γι᾿ αὐτὸ παρομοίαζαν, λοιπόν, οἱ παλιὲς Κληματιανὲς τὸ πρησμένο καὶ κουρασμένο τους πόδι, ὡς «παραdαριά»...
π. κ. ν. κ
Ὅταν ἡ μακαρίτισσα ἡ μάνα μου ἄρμεγε τὴ γίδα μας, τὴν ἀκουγα συχνὰ νὰ λέει μιὰ παράξενη λέξη, ἐπειδὴ τὸ ζωντανό, λόγω τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀνησυχίας ποὺ εἶχε, κουνιόταν, κι ἔτσι μποροῦσε νὰ «μπατάρει» τὸ καζάνι ποὺ ἔπεφτε τὸ γάλα κατὰ τὸ ἄρμεγμα. Ἡ λέξη αὐτή, λοιπόν, ἦταν «dούρι».
Προφανῶς ἡ λ. αὐτὴ θὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ «ντοῦρος», ποὺ σημαίνει ἄκαμπτος. Μὲ λατινικὲς ρίζες, λοιπόν, ἡ λ. duros = σκληρός, σὠθηκε καὶ τὸ Παλιὸ τὸ Κλήμα παραλλαγμένη. Ἔτσι, ὅταν φώναζαν στὸ ζωντανό «dούρι», αὐτὸ σήμαινε πὼς ἐκεῖνο ἔπρεπε νὰ μὴ κινεῖται, νὰ στέκει ἀκίνητο, ὥστε νὰ συνεχιστεῖ ἡ διαδικασία τοῦ ἀρμέγματος.
«Ἀρή, κρύουσι τ᾿ ἁπαλό μ»
Μιὰ συνηθισμένη φράση ποὺ λέγανε οἰ παλιὲς οἱ γυναῖκες, οἱ ὁποῖες - πρέπει νὰ τὸ σημειώσουμε πὼς ἦταν πάντα μαντιλωμένες ἤ στὴν ἔσχατη περίπτωση «τζbιρουμένις», δηλ. φοροῦσαν τσεμπέρι-ἦταν καὶ ἡ ἐξῆς: «Ἀρή, κρύουσι τ᾿ ἀπαλό μ».
Ἀλήθεια, ποιὸ ἦταν αὐτὸ τὸ ἀπαλό καὶ γιατὶ λέγανε αὐτὴ τὴ φράση;
Ὅπως ἀναφερα οἱ παλιὲς οἱ γυναῖκες ποτὲ δὲν ἦταν «ξεσκούφωτες», οὔτε «ξιτσοτράπουτις» (χωρὶς κάλτσες δηλαδή). Ἔτσι, σὲ κάποια περίπτωση ποὺ βγάζανε τὸ μαντίλι - κι αὐτὸ γινόταν κυρίως τὸ καλοκαίρι, ὅταν ἴδρωναν καὶ τὸ ἔβγαζαν γιὰ λίγο γιὰ νὰ παρουν ἀέρα - συνήθιζαν νὰ λένε αὐτὴ τὴ φραση, ἐννοώντας ὅτι κρύωσε ἡ κορυφὴ τοῦ κεφαλιοῦ τους...
«Ἀρή, ἀκοίτα, παραdαριὰ γίν’κει τοὺ πουδάρι μ’»
Ἄλλη μιὰ περίεργη φράση τῶν παλιῶν Κληματιανῶν ἦταν καὶ ἡ ἑξῆς: «Ἀρή, ἀκοίτα, παραdαριὰ γίνκι τοὺ πουδάρι μ’».
Πράγματι, ὅταν κουραζονταν πολὺ ἀπὸ τὶς δουλιὲς – τὶς ἀγροτικὲς καὶ τοῦ σπιτιοῦ - ἑπόμενο ἦταν τὰ πόδια νὰ πονοῦν, κάποτε νὰ πρήζονται κιόλας. Ἔτσι, ἔμοιαζαν μὲ τὸ χοντρὸ ξύλο τῆς παρταριᾶς, τὸ ὁποῖο τοποθετοῦσαν ὅταν ἔφτιαχναν τὴ σκεπὴ (τὴν κουκούλα) τοῦ σπιτιοῦ. Γι᾿ αὐτὸ παρομοίαζαν, λοιπόν, οἱ παλιὲς Κληματιανὲς τὸ πρησμένο καὶ κουρασμένο τους πόδι, ὡς «παραdαριά»...
π. κ. ν. κ
ΣΧΟΛΙΑ