Εἶναι, ἀσφαλῶς, δύσκολο στὶς μέρες μας νὰ μπορέσει ὁ γραπτὸς ὁ λόγος νὰ ἰχνογραφήσει στιγμὲς περασμένες, τοῦ χθὲς τὶς πασ...
Εἶναι, ἀσφαλῶς, δύσκολο στὶς μέρες μας νὰ μπορέσει ὁ γραπτὸς ὁ λόγος νὰ ἰχνογραφήσει στιγμὲς περασμένες, τοῦ χθὲς τὶς πασίχαρες στιγμὲς ποὺ ἐπιμένουν νὰ δροσίζουν τὴν ψυχὴ σὲ καιροὺς φρυγμένους, ὅπως εἶναι οἱ σημερινοί. Ἔτσι, οἱ περιγραφὲς ἂν καὶ θὰ εἶναι λειψές, ὡστόσο θὰ διακρατοῦν ψήγματα ἱκανὰ ἀπὸ ἕνα καιρὸ ποῦ πάει νὰ ξεχαστεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ προσπαθῶ νὰ παρουσιάσω αὐτὰ ποῦ ἔζησα, γιὰ νὰ μπορέσει κι ὁ κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης νὰ βρεῖ μέσ’ ἀπὸ τὰ σημάδια τοῦ χθὲς τὸ δρόμο, ὁποῦ θὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ λειμῶνες εὐσπλαχνίας καὶ εἰρήνης.
Ὅμως ὁ λόγος μου εἶναι γιὰ τὶς καλοκαιρινὲς τὶς Κυριακὲς στὸ Παλιὸ τὸ Κλῆμα, πρὶν ἀπὸ μισὸ αἰώνα...Καὶ πιστεύω ὅτι τὰ ὅσα διηγηθῶ θὰ θυμίσουν σὲ ἀρκετοὺς Κληματιανοὺς πολλά, ποὺ ἴσως κάποια νὰ εἶναι καὶ λησμονημένα.
Αὐτὸ, λοιπὸν, ποῦ κυριαρχοῦσε τὶς Κυριακές του καλοκαιριοῦ στὸ χωριό μας ἦταν ἡ παρουσία τῶν ἐργατῶν ποὺ δούλευαν τότε ὡς ρητινοσυλλέκτες, «στὰ πεύκια» δηλαδή, κατὰ τὴ ντοπιολαλιά. Δουλιὰ τους δὲ ἦταν νὰ « πελεκᾶνε» τὰ πεῦκα μὲ « τοῦ σκιπάρν’» προσεχτικὰ καὶ μὲ ἐπιτηδειότητα, νὰ τοποθετοῦν τὰ « κουβούλια» καὶ νὰ περιμένουν μέχρι νὰ γεμίσουν, γιὰ νὰ περάσουν μετὰ ἀπὸ μέρες μὲ τὴ « σκουντάβλα», νὰ τὰ μαζέψουν καὶ νὰ φέρουν τὴ ρετσίνα στὰ λεγόμενα « γιατάκια».
Οἱ ἐργάτες αὐτοὶ ἦταν ἐπὶ τὸ πλεῖστον Λιαδρομίτες, γιατί τὰ ντόπια τὰ χέρια ἦταν λιγοστά. Φυσικὰ ὑπῆρχαν καὶ Εὐβοιῶτες, ἀλλὰ λιγότεροι ἀπὸ τοὺς Ἁλοννήσιους.
Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Λιαδρομίτες μένανε σὲ καλύβες, σὲ περιοχὲς ἀρκετὰ μακρυνὲς ἀπὸ τὸ χωριό, ὅπως « Τσ’ Στιφὰν», « Αὐγέρ’», «Ζ’Κουπρισά» κ. α. Αὐτοκίνητα δὲν ὑπῆρχαν τότε οὔτε δασικοὶ δρόμοι εἶχαν ἀνοιχτεῖ, γι’ αὐτὸ, τὸ μόνο μέσο ποὺ εἶχαν στὴ διάθεσή τους, γιὰ νὰ ἐξυπηρετηθοῦν, ἦταν τὸ μουλάρι καὶ τὸ γαϊδουράκι. Πρέπει δὲ νὰ ὑπογραμμιστεῖ μετ’ ἐμφάσεως, μάλιστα, μεγάλης, πὼς οἱ ἐργάτες αὐτοὶ ὑπῆρξαν ταυτόχρονα καὶ οἱ φύλακες τῶν δασῶν, ποὺ τὰ προσεχαν, γιατί ξέρανε, ὅτι ἀπὸ κεῖ τρώγανε ψωμί.
Κάθε Κυριακὴ, λοιπὸν, ἄφηναν τὴ μοναξιὰ τους οἱ «ρετσινάδες» καὶ κατέβαιναν στὸ χωριό. Ἔρχονταν μὲ τὰ πόδια οἱ περισσότεροι, βαδίζοντας μάλιστα δυὸ καὶ παραπάνω ὧρες. Ξεκινοῦσαν τὴν αὐγὴ καὶ μόλις ἔπεφτε ὁ ἥλιος, ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα, ξαναγύριζαν στὴ σιωπὴ τοῦ δάσους.
Οἱ ἐπισκέπτες αὐτοὶ ἦταν κυρίως Λιαδρομίτες καὶ λιγότερο Εὐβοιῶτες. Πιστεύω δὲ νὰ μοῦ συγχωρεθεῖ, γιατί θὰ μιλήσω γιὰ τοὺς πρώτους, ποὺ τοὺς θυμᾶμαι καλύτερα, ἀφοῦ ἦταν καὶ οἱ περισσότεροι.
Οἱ Λιαδρομίτες, λοιπόν, ἦταν ἁπλοϊκοί, λιγομίλητοι, μὲ τὸ σημάδι τῆς πίκρας, ἀπὸ τὴ σκληρὴ βιοπάλη, χαραγμένο στὸ πρόσωπό τους. Εἶχαν ὅμως μιὰ περίεργη ἀρχοντιὰ καὶ μιὰ ἐξίσου κρυμμένη ἀξιοπρέπεια, ἀλλὰ καὶ ντρομποσύνη. Φοροῦσαν λιτὰ καὶ ἁπλὰ ροῦχα- πάντα καθαρά, ἐνῶ ὅταν μιλοῦσαν ἔλεγες ὅτι τραγουδοῦσαν. Εἶχε δηλαδὴ ἡ φωνὴ τοὺς μιὰ μουσικότητα ποὺ τὴ χαιρόσουν: « Ἐ! μπάρμπα Ν(ι) κουλάκ...» καὶ τὸ τελευταῖο γράμμα τῆς συλλαβῆς τεντωνόταν μὲ ἕνα ἦχο πρωτόγονο, ὡστόσο ἀληθινὸ καὶ γνήσιο. Ὅταν δὲ περνοῦσαν ἀπὸ δίπλα σου, νόμιζες πὼς ἐκόμιζαν τὸ φρέσκο ἀέρα τοῦ δάσους, τὸν μυρωμένο πεῦκο καὶ φασκόμηλο.
Συνήθως μαζεύονταν ἔξω ἀπὸ τὸ μαγαζὶ τῆς θειᾶς Εὐανθίας ἢ στὰ ἄλλα μαγαζιὰ τοῦ χωριοῦ, γιὰ νὰ κάμουν τὶς προμήθειές τους γιὰ τὴ βδομάδα ποῦ ἄρχιζε, ἀλλὰ καὶ νὰ λογαριαστοὺς μὲ τὰ ἀφεντικὰ στὰ ὁποῖα δούλευαν τότε.
Δὲν ξέρανε πολλὰ γράμματα ἢ ἦταν κι ἀγράμματοι πολλοὶ ἀπ’ αὐτούς. Ὅμως εἶχαν μιὰν εὐστροφία καὶ μιὰ σοβαρότητα στὸ λόγο τους, ποῦ ἀπέπνεε σεβασμὸ καὶ ἐντιμότητα. Μιλοῦσαν μάλιστα μιὰ γλώσσα μὲ φράσεις περίεργες γιὰ μᾶς, ἀλλὰ τόσο σημαντικὲς γιὰ τὸν ἀφτιασίδωτο Ἕλληνα λόγο, ποὺ καλὸ θὰ ἦταν νὰ ἀναλυθοῦν κάποτε, ἀφοῦ ἀποθησαυριστοῦν.
Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, λοιπὸν, γέμιζαν τὶς Κυριακὲς στὸ χωριό μας μὲ τὴν παρουσία τους καὶ τὴν ὅποια τοὺς προσφορά. Κάποτε...Πρὶν ἀπὸ σαρανταπέντε- πενήντα χρόνια. Ὅπως τὴ γέμιζαν καὶ κάποιοι ἄλλοι ἀκόμα , ποὺ θρυμμάτιζαν τὴ μονοτονία μὲ τὴν παρουσία τους. Κι αὐτοὶ ἦταν ὁ ταχυδρόμος καὶ ὁ παγωτατζής, ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ τὴ Γλώσσα, ἀπομεσήμερα. Ὁ πρῶτος γιὰ νὰ κομίσει ἐλπίδες καὶ ὄνειρα κλεισμένα σὲ ἑφτασφράγιστα φάκελα μὲ κεῖνα τὰ παράξενα τὰ γραμματόσημα, κι ὁ ἄλλος γιὰ νά σκορπίσει τὴ χαρὰ στὰ παιδιὰ μὲ κεῖνο τὸ παγωτὸ χωνάκι, τὸ χειροποίητο παγωτὸ ποὺ μοσχομύριζε βανίλια..
Ἀκόμα σεργιανᾶ θαρεῖς ἡ ψηλόκορμη παρουσία τοῦ ταχυδρόμου μέσα στὰ σοκάκια, τὰ θερινὰ τ᾿ ἀπομεσήμερα τῆς Κυριακῆς. Οἱ κουβέντες τοῦ στερεότυπες: « καλῶς τὰ δέχτ᾿ κεις» κι ἔδινε τὸ γράμμα ἀπὸ τὸν ξενιτεμένο. Γράμμα ποὺ τὸ περίμενε ὁ πατέρας, ἡ σύζυγος, ἡ ἀδελφή, ἀλλὰ καὶ ὁ φίλος. Γιατί δὲν ἦταν καὶ λιγοστοὶ αὐτοὶ ποὺ ξενιτεύονταν στὴν Ἀμερική, στὴν Αὐστραλία, στὸν Καναδά, ἀλλὰ καὶ στὰ βαπόρια, γιὰ νὰ στείλουν κομμάτια ἀπὸ τὸν κόπο (καὶ τὴν ψυχή τους), ὥστε νὰ σταθεῖ τὸ σπιτικὸ καὶ νὰ γίνει ἡ προίκα τῆς ἀδελφῆς, νὰ βολευτεῖ τὸ σπίτι, νὰ ξεχρεωθεῖ τὸ μαγαζί...Ἔτσι ὁ ταχυδρόμος ἦταν ἐκεῖνος ποῦ κόμιζε ἐλπίδες, ἀλλὰ κάποτε καὶ συμφορές, ὅταν στὸ λιγόλογο γράμμα γράφονταν τὰ κακὰ μαντάτα...Τὰ ὅποια κακὰ μαντάτα.
Ἂν οἱ μεγάλοι, λοιπόν, περίμεναν μὲ ἀγωνία τὸν ταχυδρόμο, τὰ παιδιὰ κοίταζαν πότε θὰ ἔρθει ἀπὸ τὴ Γλώσσα ὁ παγωτατζὴς μὲ τὸ σταχτοκόκκινο ἐκεῖνο γαϊδουράκι πάνω στὸ ὁποῖο εἶχε φορτωμένη τὴ μηχανὴ τοῦ παγωτοῦ.
Καὶ δὲν ἦταν ἢ δραχμὴ ἢ τὸ πενηνταράκι ποὺ δίναμε, ὅσο ἡ εὐχαρίστηση ποῦ παίρναμε καὶ ἡ δροσιά, ὅλη σχεδὸν ἡ οἰκογένεια, γιατί μὴ φανταστεῖ κανεὶς ὄτι τὸ παγωτὸ τὸ γευόταν μόνον ἕνας...
Οἱ θερινὲς οἱ Κυριακὲς στὸ παλιὸ τὸ Κλήμα εἶχαν ἀκόμα καὶ κάποιες ἄλλες χάρες, καθὼς δὲν ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ ἔνταση τοῦ τωρινοῦ καιροῦ, ποῦ εἶναι κλεισμένη σὲ λίγες λέξεις, οἱ ὁποῖες ὡστόσο ὡς περιεχόμενό τους ἔχουν τὸ ἄγχος καὶ τὴ νευρικότητα: « Εἴσαστε γεμάτοι»; , ποῦ ἑρμηνεύεται: «ἔχετε, δηλαδὴ, νοικιασμένα τὰ δωμάτια»; Λέξεις στεγνὲς καὶ κενὲς ἀπὸ ἀνθρωπιὰ καὶ συναντίληψη. Γιατί χάνεται, ὅσο περνάει ὁ καιρός, ἐκείνη ἢ φράση ποῦ λέγανε π. χ. οἱ κατωχωριανοὶ (αὐτοὶ δηλαδὴ ποῦ μένανε στὸ Κάτω Κλῆμα) ὅταν ἀντάμωναν κάποιον ἀπὸ τὸ πάνω Κλῆμα, «Ἀρή, σὰ ντὰ χιόνια, πλιό!».
Τὰ μεσημέρια λοιπὸν στὸ χωριὸ ἐπικρατοῦσε μιὰ ἡσυχία ποὺ μόνο τὸ μονότονο τραγούδι τοῦ τζίτζικα ἀκούγονταν, νανούρισμα λὲς πρωτότυπο καὶ ἐξάπαντος ὑποχρεωτικό. Γιατί ἡσύχαζαν οἱ ἄνθρωποι καὶ μόνο τὸ ἀπομεσήμερο βγαίνανε καὶ πηγαίνανε οἱ ἄντρες γιὰ τὰ καφενεῖα ἢ βόλτα κατὰ τὶς « Κουκοῦλες», καὶ οἱ γυναῖκες βγαίνανε στὰ πεζούλια νὰ τὰ ποῦνε , μέχρι νὰ νυχτώσει...Γιὰ νάρθει μιὰ Κυριακὴ, ὅπου φάνηκαν γιὰ τελευταία φορὰ οἱ Λιαδρομίτες, ὁ παγωτατζὴς κι ὁ ταχυδρόμος ἀπὸ τὴ Γλώσσα. Τὰ μεσημέρια δὲ ἔπαψαν νὰ εἶναι ἥσυχα, ἐνῶ τὸ νανούρισμα μὲ τὴ φωνὴ τοῦ τζίτζικα ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸν ἀπαίσιο καὶ ἄγριο θόρυβο τῶν μηχανῶν. Ὅσο γιὰ τ’ ἀπομεσήμερα, κι αὐτὰ χάθηκαν, ἀφοῦ οἱ μικροὶ ὅμιλοι τῶν γυναικῶν καταποντίστηκαν στὰ « κανάλια» τῶν τηλεποτικῶν προγραμμάτων....
π. Κ. Κληματιανός
ΣΧΟΛΙΑ